ἀμυγδαλίς

ἀμυγδαλίς
ἀμυγδαλίς, Mandel

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αμυγδαλίς — ἀμυγδαλὶς ( ίδος), η (Α) [ἀμυγδάλη] αμύγδαλο …   Dictionary of Greek

  • ἀμυγδαλίδας — ἀμυγδαλίς fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμυγδαλίδες — ἀμυγδαλίς fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμυγδάλη — Ονομασία τριών οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 340 μ., 26 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αγιάς του νομού Λαρίσης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λακέρειας. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 600 μ., 103 κάτ.) του νομού Καρδίτσης. Υπάγεται διοικητικά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”